ἰσομερῶς

ἰσομερῶς
ἰσομερής
equally divided
adverbial (attic epic doric)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ισομερής — ές (ΑΜ ἰσομερής, ές) αυτός που αποτελείται από ίσα μέρη νεοελλ. (χημ) χαρακτηρισμός τών χημικών ενώσεων στις οποίες παρουσιάζεται το φαινόμενο τής ισομέρειας μσν. ίσος («ἰσομερὲς κέρδος», Ιουστιν.) αρχ. αυτός που παίρνει ίσο μερίδιο. επίρρ...… …   Dictionary of Greek

  • Υεμένη — Η Yεμένη βρίσκεται στο νότιο άκρο της Aραβικής Xερσονήσου. Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Συνορεύει με τη Σαουδική Aραβία στα βόρεια και το Oμάν στα ανατολικά.Oι πρώτοι μουσουλμάνοι που ζούσαν γύρω από τη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”